- σπειρυλλίαση
- η, Νβλ. σπειρύλλωση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σπειρύλλωση — και σπειρυλλίαση, η, Ν (ιατρ. κτην.) όρος που χρησιμοποιείται για την ονομασία γενικά τών νοσημάτων που οφείλονται στα σπειρύλλια. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. spirillose < spirillum (βλ. σπειρύλλιο)] … Dictionary of Greek
Λαβεράν, Σαρλ Λουί Αλφόνς — (Charles Louis Alphonse Laveran, Παρίσι 1845 – 1922). Γάλλος μικροβιολόγος και επιδημιολόγος γιατρός. Ο Λ. σπούδασε ιατρική στο Στρασβούργο (1867). Το 1880 εγκαταστάθηκε στην Αλγερία, όπου μετά από συνεχείς μελέτες κατόρθωσε να ανακαλύψει τον… … Dictionary of Greek